-
1 вводить
вводитьнесоз.1. (внутрь) εἰσάγω, βάζω, μπάζω, προσάγω:\вводить войска в город μπάζω τά στρατεύματα στήν πόλη; \вводить лошадь в конюшню βάζω τό ἄλογο στό σταῦλο;2. (устанавливать) ἐγκαθιδρύω, ἐπιβάλλω, καθιερώνω:\вводить в моду καθιερώνω, ἐγκαινιάζω; \вводить в употребление βάζω σέ χρήση, ἐφαρμόζω; \вводить в действие θέτω σέ ἐνέργεια; \вводить в эксплуатацию ἀρχίζω νά ἐκμεταλλεύομαι ἐπιχείρηση;3. (вовлекать, ввергать)ра^(о σέ:\вводить в излишние расходы βάζω σέ περιττά ?ξοδα \вводить в заблуждение ἀποπλανώ, παραπλανώ; ◊ \вводить кого-л. в курс чего́-л. κάνω (или καθιστώ) ἐνήμερο, ἐνημερώνω, κατατοπίζω κάποιον \вводить кого-л. во владение юр. καθιστώ κάτοχο. -
2 έξοδο(ν)
το (чаще πλ.)1) расходы, издержки;τα έξοδα ατομικά — личные расходы;
μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;
οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;
δικαστικά έξοδα — судебные издержки;
έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;
γενικά έξοδα — накладные расходы;
απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;
βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;
μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;
υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;
καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;
του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;
με έξοδα... — за счёт...;
με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;
έξοδα κοινά — на общий счёт;
2) бухг, расход;έσοδα και έξοδα — приход и расход
-
3 έξοδο(ν)
το (чаще πλ.)1) расходы, издержки;τα έξοδα ατομικά — личные расходы;
μικρά (καθημερινά) έξοδα — мелкие (текущие) расходы;
οδοιπορικά έξοδα — дорожные издержки, расходы; — подъёмные;
δικαστικά έξοδα — судебные издержки;
έξοδέξοδα παραγωγής — издержки производства;
γενικά έξοδα — накладные расходы;
απρόοπτα έξοδα — непредвиденные расходы;
βάζω σε περιττά έξοδα — вводить в излишние расходы;
μπαίνω στα έξοδα — входить в расход;
υποβάλλομαι σε έξοδα — нести расходы;
καλύπτω τα έξοδα — покрывать расходы;
του πλήρωσα όσα έξοδα εκαμε — я оплатил его расходы;
με έξοδα... — за счёт...;
με δικά μου (σου, του, της κ.λ.π.) έξοδα — или δι' εξόδων μου (σου, του, της κ.λ.π.) — за свой счёт;
έξοδα κοινά — на общий счёт;
2) бухг, расход;έσοδα και έξοδα — приход и расход
См. также в других словарях:
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
παραγεμίζω — και παραγιομίζω 1. γεμίζω κάτι πάρα πολύ, υπερπληρώ («παραγέμισες τη βαλίτσα») 2. προσθέτω στο κυρίως φαγητό διάφορα υλικά ή αρτύματα, βάζω τη γέμιση («παραγεμίζω τα κολοκυθάκια») 3. μτφ. (σχετικά με λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο) παρενθέτω… … Dictionary of Greek